- επινοητικός
- 1) inventive2) resourceful
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ἐπινοητικός — inventive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινοητικός — ή, ό (Α ἐπινοητικός, ή, όν) [επινοώ] αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί, ο εφευρετικός, ο πολυμήχανος αρχ. (για είδωλο) αυτός που σχηματίζεται στον νου. επίρρ... επινοητικά (Α ἐπινοητικῶς) κατ’ επινόηση, εφευρετικά … Dictionary of Greek
επινοητικός — ή, ό επίρρ. ά που έχει την ικανότητα να επινοεί, που εύκολα επινοεί, εφευρετικός, πολυμήχανος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπινοητικά — ἐπινοητικός inventive neut nom/voc/acc pl ἐπινοητικά̱ , ἐπινοητικός inventive fem nom/voc/acc dual ἐπινοητικά̱ , ἐπινοητικός inventive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικόν — ἐπινοητικός inventive masc acc sg ἐπινοητικός inventive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικοῖς — ἐπινοητικός inventive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικοί — ἐπινοητικός inventive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικούς — ἐπινοητικός inventive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικῆς — ἐπινοητικός inventive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητική — ἐπινοητικός inventive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητικήν — ἐπινοητικός inventive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)